- αρεστήριος
- ἀρεστήριος, -α, -ον (Α)ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» — θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρεστήριον — ἀρεστήριος propitiatory masc acc sg ἀρεστήριος propitiatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστηρίοις — ἀρεστήριος propitiatory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)